- μετεγγραφή
- η1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετεγγράφω, η εκ νέου εγγραφή2. η εγγραφή σε νέο κατάλογο3. (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) εγγραφή από ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο σε άλλο ή από έναν σύλλογο σε άλλο, μεταγραφή («η μετεγγραφή ξένων παικτών σε ελληνικούς συλλόγους στοιχίζει πολλά χρήματα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετεγγράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Πρυτανικό λόγο].
Dictionary of Greek. 2013.